Streitsüchtig στα ελληνικά

Μετάφραση: streitsüchtig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καβγατζής, φιλόνικος, εριστικός, εριστική, εριστικοί, εριστικά
Streitsüchtig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bechergläser στα ελληνικά - ποτήρια, ποτήρια ζέσεως, κύπελλα, μεζούρες, κυάθια
  • bestandskonto στα ελληνικά - Αποτελείται, Αποτελούνται, αποτελούνταν, Αποτελούμενο
  • deformation στα ελληνικά - στραμπουλίζω, διηθώ, τεντώνω, ζόρι, παραμόρφωση, παραμόρφωσης, παραμορφώσεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Streitsüchtig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καβγατζής, φιλόνικος, εριστικός, εριστική, εριστικοί, εριστικά