Λέξη: οπισθογραφώ
Συνώνυμα: οπισθογραφώ
εγκρίνω, επιδοκιμάζω
Μεταφράσεις: οπισθογραφώ
οπισθογραφώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
endorse, indorse
οπισθογραφώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
confirmar, respaldar, endosar, indorse
οπισθογραφώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterstützen, indossieren, indorse
οπισθογραφώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accuser, avalisons, certifier, virer, approuver, confirmer, avalisent, attester, endossez, appuyer, endossons, endossent, avalisez, favoriser, avaliser, vérifier, endosser, indorse
οπισθογραφώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appoggiare, avallare, indorse
οπισθογραφώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
endossar, endosse, infinita, indorse, sancionar
οπισθογραφώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gireren, wenden, endosseren, onderschrijven
οπισθογραφώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поддержать, одобрять, подтверждать, поддерживать, одобрить, подтвердить
οπισθογραφώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
påtegne, indorse
οπισθογραφώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
SKRIVA, UNDERSKRIVA
οπισθογραφώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kannattaa, yhtyä, taata, hyväksyä, tehdä merkintä, indorse, selkäpuolelle, kirjoittaa selkäpuolelle, tehdä sakkomerkintä
οπισθογραφώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indorse
οπισθογραφώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
potvrdit, podpořit, podporovat, hlásit, souhlasit, žirovat, schvalovat, proštípnout, parafovat
οπισθογραφώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żyrować, potwierdzać, podpisać, popierać, indosować, aprobować, podpisać się, zanotować
οπισθογραφώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
helyesel, jóváhagy, érvényesít, láttamoz
οπισθογραφώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ciro etmek, arkasına yazmak, onaylamak
οπισθογραφώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жирирувати, підтвердити, підтримати, схвалювати, підтверджувати, підтверджуватиме
οπισθογραφώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
miratoj, nënshkruaj, vërtetoj
οπισθογραφώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
индосирам
οπισθογραφώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пацвярджаць, пацьвярджаць, пацвердзіць
οπισθογραφώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pealdama, žireerima, indosseerima, kinnitama, dokumendi õigsust tõendama
οπισθογραφώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odobriti, potvrđivati, odobravati, prenijeti mjenicu
οπισθογραφώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
indorse
οπισθογραφώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žiruoti, Żyrować, Aprobować, Indosować, indosuoti
οπισθογραφώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
indosēt, akceptēt
οπισθογραφώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
indorse
οπισθογραφώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
indorse
οπισθογραφώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
indorse, Potvrđivati
οπισθογραφώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
súhlasiť, súhlas, akceptovať, dohodnúť, súhlasí
Τυχαίες λέξεις