Λέξη: ανακατεμένος

Σχετικές λέξεις: ανακατεμένος

ανακατεμένοσ συνώνυμα

Συνώνυμα: ανακατεμένος

σύμμικτος, ανάμικτος, ανάμικτος άνευ διακρίσεως, ασύδοτος

Μεταφράσεις: ανακατεμένος

ανακατεμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
motley, promiscuous

ανακατεμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abigarrado, abigarramiento, promiscuo, promiscua, promiscuos, promiscuas, promiscuidad

ανακατεμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
scheckig, mehrfarbig, allerlei, zusammengewürfelt, sortiment, vielfarbig, promiskuitiv, gemischt, Promiscuous, promiskuitiven

ανακατεμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
divers, bariolure, multicolore, hétéroclite, chiné, bigarré, assortiment, immoral, confus, promiscuité, promiscuous, la promiscuité

ανακατεμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
promiscuo, promiscua, promiscui, promiscuità, promiscue

ανακατεμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
promíscuo, promíscua, promíscuos, promíscuas, promiscuous

ανακατεμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
divers, sortering, gemengd, promiscue, promiscuous, promiscu, promiscueuze

ανακατεμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разношерстный, разноцветный, пестрый, неразборчивый, беспорядочную половую, беспорядочную половую жизнь, разнородный, беспорядочную

ανακατεμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spraglet, promiskuøse, promiskuøs, promiscuous, promiskuøst, løssluppen

ανακατεμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brokig, promiskuös, promiskuösa, promiskuöst, promiscuous, lösaktig

ανακατεμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
useat, valikoima, kaikenlaiset, sekoitus, erilaiset, siveetön, irrallisia, promiscuous, valikoimattoman, irtosuhteita

ανακατεμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
promiskuøs, promiskuøse, flane, promiscuous, promiskuos

ανακατεμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pestrobarevný, mnohobarevný, pestrý, strakatý, vícebarevný, pestrost, strakatina, smíšený, promiskuitní, promiskuitního, promiskuitě, promiscuous

ανακατεμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pstry, kolorowy, pstrokaty, bezładny, mieszany, pozamałżeński, promiscuous, wyuzdana

ανακατεμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bohócruha, tarkabarka, kuszált, vegyes, esetleges, promiscuous, promiszkuus

ανακατεμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karışık, promiscuous, rasgele, gelişigüzel, bir promiscuous

ανακατεμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мотиви, нерозбірливий, нерозбірлива

ανακατεμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i përzier, imoral, përzier, shthurur, më vulnerable

ανακατεμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разноцветния, безразборен, хаотичен, безразборни, смесен, случаен

ανακατεμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
неразборлівы, непераборлівы, невыразныя

ανακατεμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
narrirüü, kirev, kergemeelseks, segipaisatud, valimatu, valimatute, Siveetön

ανακατεμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lakrdijašica, odijelo, raznobojan, šaren, slobodan, pomiješan, promiskuitetna, promiskuitetno, promiskuitetne

ανακατεμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lauslát, lauslátir, opnum, lauslætis, fjöllyndur

ανακατεμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasileidęs, mišrus, nesirenkantis, atsitiktinis, doroviškai pakrikęs

ανακατεμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
juceklīgs, sajaukts, gadījuma

ανακατεμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
промискуитетна, промискуитетни, промискуитетен, хаотичен, промискуитетност

ανακατεμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
promiscuu, promiscuitate, promiscue, promiscuă, promiscua

ανακατεμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
promiskuitetni, promiskuitetne, promiskuiteten, promiskuitetna, promiskuitetne osebe

ανακατεμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strakatý, zmiešaný, spoločný, zmiešané, spoločného
Τυχαίες λέξεις