Λέξη: συνεταιρισμός
Σχετικές λέξεις: συνεταιρισμός
συνεταιρισμός υδραυλικών λάρισας, συνεταιρισμός υδραυλικών βόλου, συνεταιρισμός ζωγράφου, συνεταιρισμός νομική μορφή, συνεταιρισμός γυναικών, συνεταιρισμός αρωματικών φυτών βοΐου, συνεταιρισμός δεη, συνεταιρισμός συν άλλοις, συνεταιρισμός παραγωγών ρομπόλας κεφαλληνίας, συνεταιρισμός σαντορίνης, αγροτικός συνεταιρισμός
Συνώνυμα: συνεταιρισμός
συντροφιά, σχέση, εταιρία, όμιλος, σύνδεσμος, ομόρρυθμη εταιρεία
Μεταφράσεις: συνεταιρισμός
συνεταιρισμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cooperative, partnership, association, a cooperative
συνεταιρισμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
socorrido, cooperativo, cooperativa, asociación, sociedad, colaboración, alianza, cooperación
συνεταιρισμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kooperative, zusammenarbeitend, Partnerschaft, Partnerschafts, Zusammenarbeit, Partnerschaften
συνεταιρισμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coopérative, coopératif, partenariat, société de, partenariats, collaboration, le partenariat
συνεταιρισμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
associazione, partenariato, collaborazione, di partenariato, partnership di
συνεταιρισμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parceria, de parceria, parcerias, sociedade, parceria de
συνεταιρισμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vennootschap, partnerschap, samenwerking, partnership, samenwerkingsverband
συνεταιρισμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
совместный, общий, кооператив, объединенный, кооперативный, партнерство, партнерства, сотрудничество, партнерстве, партнерские
συνεταιρισμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
partnerskap, partnerskapet, samarbeid, samarbeidet, partnerskaps
συνεταιρισμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kooperativ, partnerskap, partnerskapet, samarbete, partnerskaps, samarbetet
συνεταιρισμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kumppanuus, kumppanuuden, kumppanuutta, yhteistyössä, kumppanuuteen
συνεταιρισμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
partnerskab, partnerskabet, samarbejde, partnerskaber
συνεταιρισμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kooperativní, družstvo, družstevní, partnerství, o partnerství, partnerství v, Partnership, spolupráce
συνεταιρισμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wspólny, pomocny, uczynny, spółdzielczy, spółdzielnia, współpraca, spółka, współudział, partnerstwo, partnerstwa
συνεταιρισμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
társaság, partnerség, partnerségi, partnerséget, partneri
συνεταιρισμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ortaklık, ortaklığı, Partnership, işbirliği, bir ortaklık
συνεταιρισμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спільний, кооперативний, кооператив, партнерство, партнерство Підняти, партнерства
συνεταιρισμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ortakëri, partneritet, partneriteti, partneritetit, partneritet i
συνεταιρισμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кооперация, съдружие, партньорство, партньорството, сътрудничество
συνεταιρισμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
партнёрства, партнэрства
συνεταιρισμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koostöövalmis, kooperatiivne, partnerlus, partnerluse, partnerlust, partnerluses, koostöös
συνεταιρισμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
suradnja, zadruga, suradnje, partnerstvo, partnerstva, partnerstvu, partnerski, društvo
συνεταιρισμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
við höfum, höfum, Danssambandið, sem við höfum, danssamband sem við eigum
συνεταιρισμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kooperatyvas, partnerystė, partnerystės, partnerystę, partneryst, bendrija
συνεταιρισμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sabiedrība, partnerība, partnerattiecības, partnerības, partnerību
συνεταιρισμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
партнерство, партнерството, партнерски, партнерства, соработка
συνεταιρισμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
asociere, parteneriat, parteneriatului, de parteneriat, parteneriatul
συνεταιρισμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kooperativní, partnerstvo, partnerstva, partnerstvu, partnerstvu v
συνεταιρισμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
družstvo, družstevní, partnerstvo, partnerstva, partnerstve, partnerstiev, partnerstvá
Στατιστικά δημοτικότητας: συνεταιρισμός
Τυχαίες λέξεις