Tätigung στα ελληνικά

Μετάφραση: tätigung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναλλαγή, διεκπεραίωση, νταραβέρι, δοσοληψία, πραγματοποίηση, την πραγματοποίηση, πραγματοποιεί, πραγματοποίηση της, πραγματοποιούν
Tätigung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abreagieren στα ελληνικά - διέξοδος, εξαερισμού, αερισμού, εξαερισμός, διέξοδο
  • antarktika στα ελληνικά - Ανταρκτική, antarctica, Ανταρκτικής, την Ανταρκτική, της Ανταρκτικής
  • bewältigen στα ελληνικά - δραστηριοποιούμαι, παλεύω, διευθύνω, αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, αρπάζομαι, αγορά, ...
  • cholerisch στα ελληνικά - κοντός, χολερικός, οργισμένο, θυμώδης, choleric
Τυχαίες λέξεις
Tätigung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναλλαγή, διεκπεραίωση, νταραβέρι, δοσοληψία, πραγματοποίηση, την πραγματοποίηση, πραγματοποιεί, πραγματοποίηση της, πραγματοποιούν