Tölpel στα ελληνικά
Μετάφραση: tölpel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαζός, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους, βλάκας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arterie στα ελληνικά - αρτηρία, αρτηρίας, αρτηριών, νόσο, αρτηριακού
- audiovisuell στα ελληνικά - οπτικοακουστικών, οπτικοακουστικών μέσων, οπτικοακουστικού, οπτικοακουστικό, οπτικοακουστικής
- begehend στα ελληνικά - διάπραξη, διαπράττουν, διαπράττει, τη διάπραξη, τη δέσμευση
- behinderungen στα ελληνικά - αναπηρίες, αναπηρία, ειδικές ανάγκες, δυσκολίες
Τυχαίες λέξεις
Tölpel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαζός, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους, βλάκας
Μεταφράσεις: χαζός, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους, βλάκας