Unabhängig στα ελληνικά

Μετάφραση: unabhängig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεξάρτητος, αδέσμευτος, ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ανεξάρτητο, ανεξάρτητη
Unabhängig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufgespannt στα ελληνικά - διευρυμένοι, βαθμονομείται, βαθμονομούνται, να βαθμονομείται, εκτάθηκε
  • basketball στα ελληνικά - μπάσκετ, το μπάσκετ, καλαθοσφαίρισης, καλαθοσφαίριση, του μπάσκετ
  • brenner στα ελληνικά - καυστήρας, καυστήρα, του καυστήρα, εγγραφής, καυστήρων
  • cachespeicher στα ελληνικά - κρυφή μνήμη, κρυφής μνήμης, της κρυφής μνήμης, προσωρινή μνήμη, προσωρινής μνήμης
Τυχαίες λέξεις
Unabhängig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεξάρτητος, αδέσμευτος, ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ανεξάρτητο, ανεξάρτητη