Unbedingt στα ελληνικά
Μετάφραση: unbedingt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόλυτος, προστακτική, κατ 'ανάγκη, απαραίτητα, αναγκαστικά, απαραιτήτως
![Unbedingt στα ελληνικά Unbedingt στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-de-gr-41358.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affe στα ελληνικά - πίθηκος, μαϊμού, πιθήκου, πίθηκο, πιθήκους
- birken στα ελληνικά - σημύδες, birches, τις σημύδες, οι σημύδες, σημύδων
- diametrisch στα ελληνικά - διαμετρικά, διαμέτρου, διαμετρικώς, εκ διαμέτρου
- dollar στα ελληνικά - πέτρα, δολάριο, κυδώνι, κουνώ, ροκ, λικνίζω, δολαρίου, ...
Τυχαίες λέξεις
Unbedingt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόλυτος, προστακτική, κατ 'ανάγκη, απαραίτητα, αναγκαστικά, απαραιτήτως
Μεταφράσεις: απόλυτος, προστακτική, κατ 'ανάγκη, απαραίτητα, αναγκαστικά, απαραιτήτως