Unbedingt στα ελληνικά

Μετάφραση: unbedingt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόλυτος, προστακτική, κατ 'ανάγκη, απαραίτητα, αναγκαστικά, απαραιτήτως
Unbedingt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • affe στα ελληνικά - πίθηκος, μαϊμού, πιθήκου, πίθηκο, πιθήκους
  • birken στα ελληνικά - σημύδες, birches, τις σημύδες, οι σημύδες, σημύδων
  • diametrisch στα ελληνικά - διαμετρικά, διαμέτρου, διαμετρικώς, εκ διαμέτρου
  • dollar στα ελληνικά - πέτρα, δολάριο, κυδώνι, κουνώ, ροκ, λικνίζω, δολαρίου, ...
Τυχαίες λέξεις
Unbedingt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόλυτος, προστακτική, κατ 'ανάγκη, απαραίτητα, αναγκαστικά, απαραιτήτως