Λέξη: υλοποιώ

Σχετικές λέξεις: υλοποιώ

υλοποιώ στα αγγλικα, υλοποιώ αγγλικά, υλοποιώ ορισμός, υλοποιώ συνώνυμο, υλοποιώ αντωνυμο

Συνώνυμα: υλοποιώ

υποποιώ, πραγματοποιώ

Μεταφράσεις: υλοποιώ

υλοποιώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
implement, materialize, am implementing, I am implementing

υλοποιώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
utensilio, herramienta, implantar, materializar, materializarse, materialice, materialicen, materializará

υλοποιώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gerät, realisieren, erzwingen, werkzeug, materialisieren, eintreten, zustande, verwirklichen, eintreffen

υλοποιώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
introduire, exécuter, appliquer, outil, impatroniser, instaurer, instrument, ustensile, installer, engin, matérialiser, concrétiser, se matérialiser, se concrétiser, matérialisent

υλοποιώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
utensile, implementare, materializzarsi, materializzare, concretizzarsi, concretizzare, materializzano

υλοποιώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
implantar, implementar, materializar, concretizar, materializam, se materializar

υλοποιώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
materialiseren, voordoen, concretiseren, bewaarheid, gerealiseerd

υλοποιώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ввести, выполнить, вводить, осуществлять, осуществить, орудие, свершать, свершить, внедрить, инструмент, внедрять, средство, материализоваться, материализовать, материализуются, оправдались, материализуется

υλοποιώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
redskap, gjort, materialisere, material, materialiserer, materialisere seg

υλοποιώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
införa, materialisera, förverkligas, realiseras, förverkliga, materialiseras

υλοποιώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kalu, työväline, tarvekalu, toteutua, toteudu, toteutuvat, toteutunut, toteutuneet

υλοποιώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
materialisere, materialisere sig, realitet, realiseres, realiseret

υλοποιώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zavádět, zavést, nástroj, zhmotnit, projeví, zhmotní, naplnit, projevit

υλοποιώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
środek, zaimplementować, zastosować, narzędzie, wdrażać, wprowadzać, realizować, artykuł, zmaterializować, materializować, zmaterializować się, urzeczywistnić, do skutku

υλοποιώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerszám, megvalósul, valósult, valósult meg, valósul, valóra

υλοποιώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gerçekleştirmek, hayata, gerçekleşmesi, materyalize, materialize

υλοποιώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
посадка, упровадження, садіння, імплантація, матеріалізуватися, матеріалізуватись

υλοποιώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
materializohen, materializohet, materializuar, materializua, të materializohet

υλοποιώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
материализирам, материализира, се материализира, материализират, осъществи

υλοποιώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
снасьць, матэрыялізавацца, матэрыялізоўвацца, матэрыялізоўвацца яшчэ

υλοποιώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rakendama, vahend, teostuma, realiseerunud, realiseeruda, realiseerumist, realiseeruks

υλοποιώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izvesti, postići, provesti, izvršiti, provoditi, ostvariti, materijalizirati, materijaliziraju, ostvari, materijalizacije

υλοποιώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhald, veruleika, að veruleika, skila sér, ganga eftir

υλοποιώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
materializuotis, realizuoti, materializuoti, pasitvirtintų, Zmaterializować

υλοποιώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
materializētos, piepildīties, materializēties, materializēsies, piepildījušās

υλοποιώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
материјализира, материјализираат, се материјализира, материјализираа, се материјализираат

υλοποιώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
materializa, materializeze, se materializeze, materializat, materializează

υλοποιώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zavést, uresničile, uresničila, uresničil, uresničilo, uresničijo

υλοποιώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náradie, zhmotniť
Τυχαίες λέξεις