Προστακτική στα γερμανικά
Μετάφραση: προστακτική, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
befehlsform, imperativ, unbedingt, unbedingte, Imperativ, unerlässlich, notwendig, Imperative, zwingend notwendig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προστακτική
προστακτική ενεστώτα μπαίνω, προστακτική μέσης φωνής, προστακτική του επιλέγω, προστακτική λατινικά, προστακτική γ δημοτικού, προστακτική λεξικό γλώσσας γερμανικά, προστακτική στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- προστίθεμαι στα γερμανικά - prostithemai
- προσταγή στα γερμανικά - anordnen, bestellung, kommandieren, auftrag, befehlen, kommando, führungsstab, ...
- προστασία στα γερμανικά - mäzenatentum, schutzherrschaft, klientel, schirmherrschaft, begünstigung, gönnerschaft, wahrung, ...
- προστατευτικός στα γερμανικά - geschützte, Schutz-, schützend, Schutz, schütz
Τυχαίες λέξεις
Προστακτική στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: befehlsform, imperativ, unbedingt, unbedingte, Imperativ, unerlässlich, notwendig, Imperative, zwingend notwendig
Μεταφράσεις: befehlsform, imperativ, unbedingt, unbedingte, Imperativ, unerlässlich, notwendig, Imperative, zwingend notwendig