Unbequem στα ελληνικά

Μετάφραση: unbequem, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άβολα, δυσάρεστη, ανήσυχο, δυσάρεστο, άβολη
Unbequem στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • darstellbare στα ελληνικά - αντιπροσωπευτός, representable, αναπαραστήσιμης, αναπαρασταθεί, να αναπαρασταθεί
  • druckausgaben στα ελληνικά - εκδόσεις, Editions, εκδόσεων, τις εκδόσεις, οι εκδόσεις
  • drücker στα ελληνικά - λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται
Τυχαίες λέξεις
Unbequem στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άβολα, δυσάρεστη, ανήσυχο, δυσάρεστο, άβολη