Λέξη: καρφώνω
Σχετικές λέξεις: καρφώνω
καρφώνω english, καρφώνω αγγλικα, καρφώνω μετάφραση
Συνώνυμα: καρφώνω
καρφιτσώνω, καθηλώνω, εκθέτω, αλλάσσω διεύθυνση, αλλάσσω τακτική, στερεώ, καθηλώ, κοσμώ με καρφιά, σουβλίζω
Μεταφράσεις: καρφώνω
καρφώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rivet, peg, sprig, nail, spike, pin
καρφώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
remachar, clavija, estaca, espiga, PEG, paridad
καρφώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
niet, niete, Stift, Pflock, Wirbel, Haken, Klammer
καρφώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fixer, riveter, fortifier, affermir, consolider, river, rassurer, resserrer, clouer, rivet, cheville, PEG, de PEG, le PEG, pion
καρφώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inchiodare, piolo, PEG, spina, piolo di, di PEG
καρφώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rebite, rio, cavilha, PEG, de PEG, estaca, o PEG
καρφώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klinkbout, vastklinken, klinknagel, pin, kapstok, ploeteren, PEG, pen
καρφώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
склепать, наклепывать, склепывать, клепать, приклепывать, заклепать, заклепка, склёпка, заклёпка, заклепывать, сосредоточивать, пригвождать, колышек, ПЭГ, PEG, привязка, колок
καρφώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nagle, klinke, peg, pinne, pinnen, tappen
καρφώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nita, PEG, pinne, tappen, tapp
καρφώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
niitti, tappi, PEG
καρφώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pind, PEG, tap, tappen
καρφώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
snýtovat, upevnit, nýtovat, kolík, věšák, čep, PEG, kolíček
καρφώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
znitować, zacieśniać, wzmocnić, przykuwać, utkwić, nit, zanitować, zakuć, przynitować, nitować, kołek, czop, palik, PEG, zatyczką
καρφώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szeg, PEG, a PEG, leértékeléses
καρφώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
perçin, dübel, peg, mandal, pimi, kazığı
καρφώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гіпопотам, бегемот, кілочок, кілок, колишек
καρφώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kunj, gotëz, kap me kapëse, varëse, kapëse rrobash
καρφώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колче, клин, щифт, закачалка, тапа
καρφώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
калок, калочак
καρφώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
neet, pulk, PEG, pulga, fikseeritud vahetuskursi
καρφώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prikovati, pričvrstiti, zakovica, klin, vješalica, zapušač, ključ za zatezanje žica, baciti
καρφώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Peg, fastgengisstefna, pinna, fastgengisstefnunnar, titturinn
καρφώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kablys, besti, kaištelis, gembinė, konjako porcija
καρφώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tapa, vadzis, peg, mietiņš, tapveidīgu
καρφώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
колче, врзувањето, фиксниот девизен курс, фиксирањето, врзување
καρφώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nit, cuier, cui, țăruș, cârlig, știft
καρφώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
peg, vezava, zatič, valjček, klin
καρφώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kolík