Unlöslich στα ελληνικά

Μετάφραση: unlöslich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδιάλυτος, αδιάλυτο, αδιάλυτα, αδιάλυτη, αδιάλυτες
Unlöslich στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ambivalent στα ελληνικά - αντιμαχόμενος, αμφίσημη, αμφίθυμη, αμφίσημο, διφορούμενη
  • amöbe στα ελληνικά - αμοιβάδα, αμοιβάδες, amoeba, αμοιβάδας, η αμοιβάδα
  • aufgezählt στα ελληνικά - απαριθμούνται, που απαριθμούνται, απαριθμήθηκαν, που απαριθμήθηκαν, απαριθμεί
  • betriebssicherheit στα ελληνικά - σταθερότητα, αξιοπιστία, επιχειρησιακή, λειτουργική, επιχειρησιακών, επιχειρησιακό, επιχειρησιακά
Τυχαίες λέξεις
Unlöslich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδιάλυτος, αδιάλυτο, αδιάλυτα, αδιάλυτη, αδιάλυτες