Λέξη: τραγελαφικός

Σχετικές λέξεις: τραγελαφικός

τραγελαφικός έννοια, τραγελαφικός συνωνυμο, τραγελαφικός ορισμος, τραγελαφικός ετυμολογία

Μεταφράσεις: τραγελαφικός

τραγελαφικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grotesque, monstrous, up grotesque

τραγελαφικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
monstruoso, grotesco, grotesca, grotescas, grotescos, lo grotesco

τραγελαφικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fratzenhaft, ungeheuer, groteske, grotesk, grotesken, grotesker, groteskes

τραγελαφικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pyramidal, horrible, géant, monstrueux, énorme, ubuesque, atroce, grotesque, immense, colossal, grotesques

τραγελαφικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grottesco, mostruoso, grottesca, grottesche, grotteschi, grotesque

τραγελαφικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grotesco, grotesca, grotesque, grotescos, grotescas

τραγελαφικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grillig, grotesk, monsterachtig, gedrochtelijk, potsierlijk, groteske, grotesque

τραγελαφικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чудовищный, громадный, жестокий, нелепый, безобразный, ужасный, шарж, зверский, гротеск, абсурдный, уродливый, исполинский, карикатурный, гротескный, гротеска, гротескно, гротескное

τραγελαφικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uhyre, kjempestor, groteske, grotesk, groteskt

τραγελαφικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enorm, ofantlig, grotesk, groteska, groteskt, grotesken, grotesque

τραγελαφικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hirtehinen, irvokas, hirviömäinen, groteski, luonnoton, irvokasta, groteskia, groteskin

τραγελαφικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
grotesk, groteske

τραγελαφικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obrovský, groteskní, hrozný, groteska, obrovitý, nestvůrný, ohromný, kolosální, znetvořený, obludný, nehorázný, grotesky, grotesku, groteskním

τραγελαφικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
groteskowość, groteskowy, monstrualny, groteska, karykaturalny, ogromny, potworny, groteski, groteskowe

τραγελαφικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
óriásian, utálatos, groteszk, a groteszk, groteszknek

τραγελαφικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
grotesk, garip, grotesk bir, acayip, gülünç

τραγελαφικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
страховище, гротескний, чудовисько, каліцтво, жахливість, гротеск, ґротеск

τραγελαφικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grotesk, groteske, çuditshëm, i çuditshëm, groteskut

τραγελαφικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гротеска, гротесков, гротескно, гротескна, гротескната

τραγελαφικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гратэск

τραγελαφικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
grotesk, koletislik, groteski, groteskne, groteskse, grotesksete

τραγελαφικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ogroman, groteska, golem, grdan, grozan, groteskan, groteskno, groteskna, groteskni

τραγελαφικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grotesque, gróteskur, grótesku, Gróteskan birtist, Gróteskan

τραγελαφικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ingens, immanis

τραγελαφικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
groteskas, grotesko, groteskiškas, grotesku, groteskiška

τραγελαφικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grotesks, groteska, grotesku, groteskas

τραγελαφικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гротеска, гротескна, гротескни, гротескно, гротескен

τραγελαφικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
grotesc, grotescă, grotești, grotescul, grotesca

τραγελαφικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
groteskní, groteskna, grotesque, grotesken, groteska, groteskno

τραγελαφικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
príšerný, obludný, ošklivý, groteskní, obrovitý, groteskné, groteskný, grotesknej, groteskná
Τυχαίες λέξεις