Unumschränkt στα ελληνικά
Μετάφραση: unumschränkt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυριαρχία, απεριόριστος, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστες, απεριόριστα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- behagen στα ελληνικά - παρακαλώ, ευχαριστώ, ευχαρίστηση, χαρά, αναψυχής, απόλαυση, την ευχαρίστηση
- beharrte στα ελληνικά - επέμεινε, επέμενε, επέμειναν, επιμείνει, επιμένει
- bekanntenkreis στα ελληνικά - γνωριμία, τον κύκλο των γνωριμιών, κύκλο των γνωριμιών, κύκλο γνωριμιών, κύκλο του
- bemühung στα ελληνικά - προσπάθεια, απόπειρα, προσπαθώ, εκδικάζω, δοκιμάζω, πασχίζω, προσπάθειας, ...
Τυχαίες λέξεις
Unumschränkt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυριαρχία, απεριόριστος, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστες, απεριόριστα
Μεταφράσεις: κυριαρχία, απεριόριστος, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστες, απεριόριστα