Λέξη: μέγαρο

Σχετικές λέξεις: μέγαρο

μέγαρο διεθνές συνεδριακό κέντρο αθηνών, μέγαρο μουσικής θεσσαλονίκης annie, μέγαρο μουσικής θεσσαλονίκης αννυ, μέγαρο μουσικής πρόγραμμα, μέγαρο μουσικής, μέγαρο μουσικής κομοτηνής, μέγαρο μουσικής θεσσαλονίκη, μέγαρο μαξίμου, μέγαρο γκουέλ, μέγαρο μουσικής θεσσαλονίκης τηλέφωνο, μέγαρο μουσικής θεσσαλονίκης, μέγαρο μουσικής αθηνών, μεγαρο μουσικής, μεγαρο μουσικης, μέγαρο μουσικης

Συνώνυμα: μέγαρο

δικαστήριο, γήπεδο, αυλή, ανάκτορο, προαύλιο, αρχοντικό

Μεταφράσεις: μέγαρο

μέγαρο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
palace, mansion, Megaro, megaron, hall

μέγαρο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hotel, palacio, casa grande, mansión, morada, mansión de

μέγαρο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
residenz, palast, villa, Villa, Schloss, Herrenhaus, Herren, Herrenhaus aus

μέγαρο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hôtel, palais, résidence, château, hôtel particulier, Mansion, manoir

μέγαρο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reggia, palazzo, castello, Mansion, dimora, villa, residenza

μέγαρο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
palácio, paquistão, mansão, Mansion, mansão de estilo, mansão de, mansão do

μέγαρο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
paleis, herenhuis, Mansion, landhuis, landgoed, Kasteeltje

μέγαρο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поместье, особняк, резиденция, имение, хоромы, палата, дворец, особняке, особняка, усадьба

μέγαρο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slott, palass, herskapshus, mansion, herskapshuset, herregård, herskapshus fra

μέγαρο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slott, palats, herrgård, Mansion, herrgården, byggnad, herrgård från

μέγαρο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kartano, lukaali, palatsi, Mansion, kartanossa, kartanon

μέγαρο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
palæ, mansion, palæ fra, herregård, herskabshus

μέγαρο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zámek, sídlo, palác, rezidence, panské sídlo, zámeček, vila

μέγαρο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rezydencja, pałacyk, dwór, pałac, posiadłość, rezydencji, mansion

μέγαρο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kastély, Mansion, kúria, kastélyt, kúriában

μέγαρο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saray, konak, mansion, konağı, bir konak, köşk

μέγαρο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мансарда, особняк, палац, чертог, придворні, резиденція, маєток

μέγαρο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pallat, shtëpi i madhe, rezidencë, Mansion, feudali, vila

μέγαρο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дворец, замък, имение, имението, къща, имение от

μέγαρο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
палац, асабняк

μέγαρο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõis, härrastemaja, häärber, Mansion, mõisa

μέγαρο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dvorac, dvorca, dvorom, palaču, dvorcem, palači, palača, palaca, Mansion, ljetnikovac, vila

μέγαρο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
höll, Mansion, höfðingjasetur, húsinu, setrið, Sauðaneshús

μέγαρο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rūmas, dvaras, Mansion, dvaro, dvarą

μέγαρο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pils, liela savrupmāja, Mansion, savrupmāju, savrupmāja, muižas

μέγαρο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
палатата, дворците, замок, палата, куќата, зградата

μέγαρο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
palat, conac, Mansion, conacul, vila, conac din

μέγαρο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
palača, dvorec, mansion, trdnjava, graščina, dvor

μέγαρο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
palác, sídlo, panské, pánske, panskej, panske, pánskej

Στατιστικά δημοτικότητας: μέγαρο

Τυχαίες λέξεις