Λέξη: αγενής

Σχετικές λέξεις: αγενής

αγενής στα γαλλικά, αγενής συνώνυμο, αγενής αναπαραγωγή, αγενής πολλαπλασιασμός μυκήτων, αγενής πολλαπλασιασμός, αγενής συνώνυμα, αγενήσ μετάφραση, αγενήσ αγγειακή δυστονία, αγενής συμπεριφορά, αγενής αγγλικα

Συνώνυμα: αγενής

τραχύς, αγροίκος, ανάγωγος, βάναυσος, αυθάδης, αναιδής, τσαχπίνικος, αλαζών, χοντρός, χονδρός, πρόστυχος, κακοαναθρεμμένος, χυδαίος, δυσάρεστος, μη αρμόζων τρόπος εις κυρία

Μεταφράσεις: αγενής

αγενής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impolite, rude, discourteous, uncivil, asexual

αγενής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
primitivo, bronco, incivil, descortés, rudo, grosero, grosera, groseros

αγενής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorlaut, unbearbeitet, grob, roh, unhöflich, primitiv, primitive, unanständig, ungezogen, unfreundlich, rude, rohen

αγενής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
incivil, brutal, impertinent, brut, impoli, rustre, vulgaire, rude, poissard, vif, grossier, malotru, rapide, âpre, véhément, cru, désagréable, grossière

αγενής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rude, sgarbato, scortese, maleducato, primitivo, villano, greggio, grezzo, rozzo, maleducata, osceno

αγενής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agreste, cru, rude, bronco, parece rude, rudes, grosseiro, grosseria

αγενής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbewerkt, rauw, honds, grof, onbehouwen, ruw, guur, primitief, snauwerig, onheus, bot, onbeschaafd, ruig, cru, onbeleefd, onbeschoft, ruwe

αγενής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оскорбительный, грубоватый, неучтивый, необработанный, неотшлифованный, сырой, невежливый, внезапный, неотесанный, невежественный, примитивный, бурный, сильный, резкий, грубый, неделикатный, грубо, грубым, груб, грубы

αγενής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rå, uhøflig, frekk, frekt, rude, udannet

αγενής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kulen, ohövlig, grov, rå, oförskämd, oförskämt, ohyfsat, ohyfsade

αγενής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pöyhkeä, pahatapainen, tyly, kehittymätön, alkukantainen, ylenkatseellinen, kolea, raaka, jalostamaton, kopea, käsittelemätön, töykeä, alkeellinen, nokkava, rude, epäkohteliasta, epäkohtelias, epäkohteliaita

αγενής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uhøflig, uforskammet, uhøflige, uhøfligt

αγενής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hrubý, neotesaný, nevychovaný, drsný, drzý, surový, nezdvořilý, prudký, primitivní, náhlý, neurvalý, neslušné, hrubá

αγενής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prostacki, prymitywny, niegrzeczny, nieuprzejmy, gruboskórny, ordynarny, nieprzyzwoity, karczemny, grubiański, arogancki, gwałtowny, niegrzeczni, niegrzeczne

αγενής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
faragatlan, durva, goromba, udvariatlan, nyers, rude

αγενής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
basit, çiğ, ham, ilkel, kaba, kaba bir, terbiyesiz

αγενής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
образливий, міцний, нетактовність, нечемний, брутальний, раптовий, грубий, груба, грубе

αγενής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pasjellshëm, i vrazhdë, i pasjellshëm, vrazhdë, ashpër

αγενής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
невежливия, груб, грубо, груби, груба, грубост

αγενής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грубы, грубіянскі, грубага

αγενής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ebaviisakas, jäme, tahumatu, ebaviisakaks, rude

αγενής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uvredljiv, neizrađen, sirov, neuljudan, primitivan, neučtiv, neotesan, nepristojan, nepristojna

αγενής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dónalegur, dónalegt, ruddaleg

αγενής στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rudis

αγενής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grubus, nemandagu, rude, šiurkštus

αγενής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rupjš, rupji, primitīvs, neapdarināts

αγενής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
груб, грубо, безобразен, непристојно, груба

αγενής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
primitiv, nepoliticos, grosolan, nepoliticoasă, de nepoliticos, rude

αγενής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Nesramno, nesramen, nevljudno, nesramna, nesramni

αγενής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sprostý, nevychovaný, neslušný, drzý, hrubý, hrubého, hrubé, bielkovina, drsný
Τυχαίες λέξεις