Urteilen στα ελληνικά
Μετάφραση: urteilen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κριτής, επιδικάζω, δικάζω, Κρίνοντας, αν κρίνουμε, Κριτική, να κριθεί, κρίνουμε
Μεταφράσεις
- anziehungskraft στα ελληνικά - έφεση, βαρύτητα, τραβώ, έλξη, έλξης, αξιοθέατο, το αξιοθέατο, ...
- ausmalend στα ελληνικά - φωτογραφικής απεικόνισης
- ausschlaggebend στα ελληνικά - κρίσιμος, κρίσιμο, ζωτικής σημασίας, κρίσιμη, καίριο
- befunden στα ελληνικά - βρέθηκαν, βρέθηκε, διαπιστώθηκε, διαπίστωσε, βρεθεί
Τυχαίες λέξεις
Urteilen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κριτής, επιδικάζω, δικάζω, Κρίνοντας, αν κρίνουμε, Κριτική, να κριθεί, κρίνουμε
Μεταφράσεις: κριτής, επιδικάζω, δικάζω, Κρίνοντας, αν κρίνουμε, Κριτική, να κριθεί, κρίνουμε