Λέξη: κραδαίνω

Σχετικές λέξεις: κραδαίνω

κραδαίνω συνώνυμο, κραδαίνω συνωνυμα

Συνώνυμα: κραδαίνω

ταλαντεύω, πάλλω, ταλαντεύομαι, κυβερνώ, επηρεάζω, κροταλίζω, μαστιγώνω, κελαρύζω, αλλάζω διεύθυνση, αλλάσω διεύθυνση, επισείω, ανθώ, ακμάζω, προκόβω

Μεταφράσεις: κραδαίνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flourish, brandish, swish, sway, I brandish
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
florecer, blandir, brandish
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fanfare, schnörkel, schwingen, brandish, schwenken, fuchteln
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
paraphe, éclore, fleurir, brandir, fanfare, prospérer, brandissent
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fiorire, brandire, brandish, brandiscono, vibrare
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
floresça, farinha, brandir, brandish
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fanfarekorps, fanfare, zwaaien, brandish, slingeren, swingen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
туш, росчерк, изобиловать, преуспеть, размахивание, преуспевать, процветание, помахивать, завитушка, цвести, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fanfare, brandish, svinge, fekte
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brandish
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
heiluttaa, kukoistaa, viihtyä, heilutella
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svinge
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kvést, prosperovat, vzkvétat, tuš, prospívat, mávat, máchat čím
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wymachiwać, zawijas, fanfara, prosperować, rozkwitać, kwitnąć, zakwitnąć, tusz, wymachiwanie, wywijas, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ékítés, trombitaszó, kacskaringó, cifrázat, sallang, virulás, egészség, hadonászás, tus, villogtatás, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
savurmak, brandish, sallamak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
присмак, цвісти, квітнути, процвітання, буяти, розмахувати, вимахувати, махати
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vringëlloj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
размахвам, махам с, Brandish
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
размахваць, махаць, зноў размахваць, размахваючы, у паветры
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vinjett, heilutama, õitsema, vehkima, Brandish, Heilu mulje, Heiluttaa, kirjeldanud Brandish
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bujati, cvjetati, procvat, zamahnuti, vitlati, prijetiti, razmahivati, mahati
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sveifla
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užsimoti, mosikuoti, mosuoti, mojuoti, Potrząsnąć
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vicināt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трозабецот, размахат
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
flutura, agita, agita armele ca amenințare, învârti
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Razmahivati, Zamahnuti, Pretiti
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mávať, mávanie, kývať, mával
Τυχαίες λέξεις