Urteilsfähig στα ελληνικά

Μετάφραση: urteilsfähig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νουνεχής, συνετός, οξυδερκής, διακρίσεις, διάκριση, διακριτική, διάκρισης
Urteilsfähig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anblick στα ελληνικά - πλευρά, όραση, θωριά, όψη, άποψη, θέαμα, όψεως, ...
  • bevölkerung στα ελληνικά - άνθρωποι, κόσμος, άνθρωπος, πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, ...
  • direktorin στα ελληνικά - Διευθύντρια
Τυχαίες λέξεις
Urteilsfähig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νουνεχής, συνετός, οξυδερκής, διακρίσεις, διάκριση, διακριτική, διάκρισης