Veraltete στα ελληνικά

Μετάφραση: veraltete, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολύτως, τελείως, απαρχαιωμένος, παρωχημένους, ξεπερασμένα, ξεπερασμένες, Ληγμένα
Veraltete στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anhängekupplung στα ελληνικά - κοτσαδόρος, κοτσαδόρου, κοτσαδόρο, μπάρα ρυμούλκησης, του κοτσαδόρου
  • beruflich στα ελληνικά - επαγγελματικός, επαγγελματίας, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικής
  • drosseln στα ελληνικά - πούπουλο, κάτω, βαλβίδα, πεταλούδας, γκαζιού, γκάζι, της πεταλούδας
Τυχαίες λέξεις
Veraltete στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολύτως, τελείως, απαρχαιωμένος, παρωχημένους, ξεπερασμένα, ξεπερασμένες, Ληγμένα