Λέξη: αναπληρωματικός
Σχετικές λέξεις: αναπληρωματικός
αναπληρωματικός δικαστικός αντιπρόσωπος 2014, αναπληρωματικόσ βανδή, αναπληρωματικόσ αγγλικα, αναπληρωματικός δέσποινα βανδή lyrics, αναπληρωματικός στίχοι, αναπληρωματικός εφορευτική επιτροπή, αναπληρωματικός δικαστικός αντιπρόσωπος
Συνώνυμα: αναπληρωματικός
πράττων, αντιπροσωπευτικός
Μεταφράσεις: αναπληρωματικός
αναπληρωματικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
substitute, acting, substractional, vicarial, alternate, deputy
αναπληρωματικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sustituto, suplente, interino, reemplazo, sustituir, substractional
αναπληρωματικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ersatz, handelnd, stellvertretend, ersatzmann, agierend, substitut, vertretung, stellvertreterin, substractional
αναπληρωματικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
doubler, remplacer, succédané, remplacement, suppléer, jeu, substituer, intérimaire, doublure, agent, adjoint, remplaçant, substituent, substituons, substitut, suppléant, substractional
αναπληρωματικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
supplente, surrogato, substractional
αναπληρωματικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
substantivo, substituto, substituir, substractional
αναπληρωματικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vervanging, inboeten, substractional
αναπληρωματικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заменять, действенный, актиния, подмена, суррогат, ходатай, представитель, действующий, запасной, подменивать, покровитель, замещать, лицедейство, заместить, замена, подставлять, substractional
αναπληρωματικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
handling, erstatning, stedfortreder, substractional
αναπληρωματικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vikarie, suppleant, spel, substractional
αναπληρωματικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
näyttelevä, viransijainen, sijainen, näytteleminen, vaihtopelaaja, korvaava, substractional
αναπληρωματικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vikar, substractional
αναπληρωματικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
náhradník, zástupce, nahrazovat, hra, zastupující, zastoupit, hraní, náhražkový, nahradit, náhražka, zastupovat, substractional
αναπληρωματικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zamienić, zastępca, podstawiać, gra, działanie, zamieniać, zastępować, substytut, pośrednik, zastępstwo, delegat, wyręka, pełnomocnik, substytucja, aktorstwo, podstawić, substractional
αναπληρωματικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
színészet, eljárás, aktív, substractional
αναπληρωματικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bedel, substractional
αναπληρωματικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гра, заміняти, заміна, дія, замінити, заступник, чинний, діючий, заміщати, дійовий, substractional
αναπληρωματικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
substractional
αναπληρωματικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
substractional
αναπληρωματικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
substractional
αναπληρωματικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asendama, mäng, substractional
αναπληρωματικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zamjena, nadomjeske, zamjenik, gluma, igra, zamijeniti, substractional
αναπληρωματικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
substractional
αναπληρωματικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
substractional
αναπληρωματικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizvietotājs, aizstājējs, substractional
αναπληρωματικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
substractional
αναπληρωματικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suplinitor, substractional
αναπληρωματικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
substractional
αναπληρωματικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náhradka, náhrada, substractional
Τυχαίες λέξεις