Veranlagungsgemäß στα ελληνικά
Μετάφραση: veranlagungsgemäß, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιότροπος, κυκλοθυμικός, προδιάθεση, προδιαθεσικός, dispositional, προδιάθεσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgerüstet στα ελληνικά - αφοπλισμένος, αφοπλισμένο, αφοπλιστεί, αφοπλισμένη, αφοπλίζεται
- abstrahlen στα ελληνικά - ακτινοβολώ, εκπέμπω, έκρηξη, ακτινοβολούν, εκπέμπει, εκπέμψει, ακτινοβολεί
- angestrahlt στα ελληνικά - φωτίζεται, φωτίζονται, φωτισμένο, σύστημα φωτισμού, με σύστημα φωτισμού
- auswerten στα ελληνικά - αξιολογούν, αξιολογεί, αξιολογήσει, αξιολογήσουν, την αξιολόγηση
Τυχαίες λέξεις
Veranlagungsgemäß στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιότροπος, κυκλοθυμικός, προδιάθεση, προδιαθεσικός, dispositional, προδιάθεσης
Μεταφράσεις: ιδιότροπος, κυκλοθυμικός, προδιάθεση, προδιαθεσικός, dispositional, προδιάθεσης