Λέξη: επανδρώνω

Σχετικές λέξεις: επανδρώνω

επανδρώνω in english, επανδρώνω στα αγγλικά, επανδρώνω ετυμολογία, επανδρώνω συνώνυμο

Συνώνυμα: επανδρώνω

εφοδιάζω με άνδρες, επανδρώ

Μεταφράσεις: επανδρώνω

επανδρώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
man, epandrono

επανδρώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hombre, varón, epandrono

επανδρώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
menschheit, mann, mannsbild, menschen, mensch, bemannen, epandrono

επανδρώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mari, homme, l'homme, mâle, époux, humain, humains, humanité, epandrono

επανδρώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
marito, uomo, epandrono

επανδρώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
homem, varão, mamífero, tripular, epandrono

επανδρώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
manspersoon, mensdom, mens, mensheid, man, vent, epandrono

επανδρώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мужик, супруг, слуга, премьер, первокурсник, пешка, боец, мужчина, работник, игрок, человек, муж, epandrono

επανδρώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
menneske, mann, epandrono

επανδρώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
karl, man, epandrono

επανδρώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ihmiskunta, jätkä, mies, äijä, heppu, ihminen, epandrono

επανδρώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
menneske, mand, epandrono

επανδρώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chlap, muž, mužský, člověk, manžel, epandrono

επανδρώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mężczyzna, załoga, obsługiwać, mąż, majsterkowicz, zawodnik, mocarz, ludzik, człowiek, obsadzać, partner, epandrono

επανδρώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
férj, ember, sakkfigura, epandrono

επανδρώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
erkek, insanlık, adam, epandrono

επανδρώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
матуся, epandrono

επανδρώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
burrë, njeri, mashkull, epandrono

επανδρώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
човек, мъж, epandrono

επανδρώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чалавек, муж, epandrono

επανδρώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mees, epandrono

επανδρώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
radnik, vojnici, muž, epandrono

επανδρώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
maður, karl, karlmaður, drengur, epandrono

επανδρώνω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vir, homo

επανδρώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žmogus, ponas, vyras, vyriškis, žmonija, epandrono

επανδρώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vīrietis, vīrs, cilvēce, cilvēks, epandrono

επανδρώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мажот, epandrono

επανδρώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
om, bărbat, epandrono

επανδρώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
moški, pán, mož, epandrono

επανδρώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mužský, muž, manžel, pán, zamestnanec, epandrono
Τυχαίες λέξεις