Λέξη: αδιάθετος
Σχετικές λέξεις: αδιάθετος
αδιάθετος σκύλος
Συνώνυμα: αδιάθετος
παράξενος, αλλόκοτος, ύποπτος, ασθενής, αηδιάζων, ναυτιών, λιγάκι άρρωστος, απρόθυμος
Μεταφράσεις: αδιάθετος
αδιάθετος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unwell, indisposed, queer, ill, sick
αδιάθετος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enfermo, indispuesto, mal, malestar, unwell
αδιάθετος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unwohl, krank, unwell, Unwohlsein, sich unwohl
αδιάθετος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
insalubre, souffrant, malade, indisposé, malsain, infirme, malaise, de malaise
αδιάθετος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indisposto, malessere, di malessere, unwell, poco bene
αδιάθετος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
indisposto, indisposição, mal, doente, de indisposição
αδιάθετος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onwel, zich onwel, onwel voelt, onwel zijn, van onwel
αδιάθετος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нездоровый, плохо, недомогание, нездоровы, нездоровым
αδιάθετος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uvel, deg uvel, uvelhet, seg uvel
αδιάθετος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dålig, sjuk, sjukdoms, obehag, dig dålig
αδιάθετος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huonovointinen, sairas, pahoinvointia, ilmenee pahoinvointia, huonovointiseksi, huonosti
αδιάθετος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
utilpas, syg, utilpashed, ubehag, af utilpashed
αδιάθετος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
indisponovaný, nemocný, churavý, nezdravý, dobře, nevolnosti, necítí dobře, nepohody
αδιάθετος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chory, niezdrowy, niedobrze, źle, samopoczucie
αδιάθετος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
indiszponált, közérzet, jól magát, rosszullét, rossz közérzet
αδιάθετος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hasta, kendinizi iyi, rahatsız, kendini iyi, keyifsiz
αδιάθετος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нездоровий, погано, хворий, нездорова, хвора
αδιάθετος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i sëmurë, sëmurë, të sëmurë, mirë me shëndet, përkeqësoheni
αδιάθετος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неразположен, неразположение, зле, чувства добре, неразположени
αδιάθετος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нездаровы, нездаровая, хворы, нездаровую, нядужую
αδιάθετος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
enesetunne, ennast halvasti, halva enesetunde, halva enesetunde korral, halb enesetunne
αδιάθετος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
indisponiran, bolestan, nezdrav, dobro, loše, slabosti
αδιάθετος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lasleika, illa, vanlíðan, vanlíðunar, ekki vel
αδιάθετος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nesveikas, blogai, savijauta, negalavimas
αδιάθετος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nevesels, pašsajūta, slikti, veselības traucējumi, slikta pašsajūta
αδιάθετος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
добро, се чувствува добро, на болест, чувствува добро
αδιάθετος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bolnav, rău, bine, de rău, rau
αδιάθετος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
počutje, slabo, slabo počutje, počutju
αδιάθετος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nemocný, indisponovaný
Τυχαίες λέξεις