Verführen στα ελληνικά
Μετάφραση: verführen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαυλίζω, αποπλανώ, ξελογιάζω, αποπλανήσει, αποπλανεί, γοητεύσει, σαγηνεύσει
Μεταφράσεις
- abzahlungskauf στα ελληνικά - αγορά, αγοράς, την αγορά, αγορές, αγορών
- aufziehen στα ελληνικά - πισινός, τρέφω, αναστηλώνω, υψώνω, ανατρέφω, σηκώνω, αύξηση, ...
- bewegte στα ελληνικά - κίνηση, κινούμενος, κινείται, διακινούνται, που διακινούνται
- demolierte στα ελληνικά - κατεδαφίστηκε, κατεδαφιστεί, κατεδαφίζονται, κατεδαφίστηκαν, κατεδαφιστούν
Τυχαίες λέξεις
Verführen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαυλίζω, αποπλανώ, ξελογιάζω, αποπλανήσει, αποπλανεί, γοητεύσει, σαγηνεύσει
Μεταφράσεις: μαυλίζω, αποπλανώ, ξελογιάζω, αποπλανήσει, αποπλανεί, γοητεύσει, σαγηνεύσει