Verführung στα ελληνικά
Μετάφραση: verführung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάκτηση, εκμαυλισμός, πόρθηση, αποπλάνηση, αποπλάνησης, γοητεία, την αποπλάνηση, της αποπλάνησης
Μεταφράσεις
- abschalten στα ελληνικά - απενεργοποιώ, αχρηστεύω, απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήστε, σβήστε, απενεργοποίηση, σβήσει
- antragsteller στα ελληνικά - αιτών, προσφεύγουσα, προσφεύγουσας, αιτούντα, προσφεύγων
- ausladend στα ελληνικά - σκούπισμα, σαρωτικές, σαρωτική, σάρωσης, εκπληκτική
- bankangestellter στα ελληνικά - τραπεζίτης, Το προσωπικό της τράπεζας, προσωπικό της τράπεζας, προσωπικού της Τράπεζας, προσωπικού τράπεζα, υπάλληλοι της τράπεζας
Τυχαίες λέξεις
Verführung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάκτηση, εκμαυλισμός, πόρθηση, αποπλάνηση, αποπλάνησης, γοητεία, την αποπλάνηση, της αποπλάνησης
Μεταφράσεις: κατάκτηση, εκμαυλισμός, πόρθηση, αποπλάνηση, αποπλάνησης, γοητεία, την αποπλάνηση, της αποπλάνησης