Verletzung στα ελληνικά

Μετάφραση: verletzung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληγώνω, παράβαση, πονώ, βλάπτω, τραυματίζω, χτυπώ, βλάβη, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας
Verletzung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arena στα ελληνικά - αρένα, κονίστρα, Arena, σκηνή, στίβο
  • berüchtigt στα ελληνικά - διαβόητος, περιβόητος, διαβόητη, περιβόητη, περιβόητο
  • betrogen στα ελληνικά - εξαπατημένοι, εξαπάτησε, εξαπατηθεί, πέσουν θύματα απάτης, εξαπατήσει
Τυχαίες λέξεις
Verletzung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληγώνω, παράβαση, πονώ, βλάπτω, τραυματίζω, χτυπώ, βλάβη, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας