Verschlechtern στα ελληνικά
Μετάφραση: verschlechtern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοργίζω, οξύνω, επιδεινώνω, χειροτερεύω, επιδεινώσει, επιδεινωθεί, επιδεινωθούν, επιδεινώσουν, να επιδεινώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anpassung στα ελληνικά - τύπος, πρόσφορος, προσαρμογή, κατάλυμα, απορρόφηση, συμμόρφωση, αφομοίωση, ...
- beschlagnahmung στα ελληνικά - σπασμός, κατάσχεση, κατάσχεσης, κατάληψη, την κατάσχεση, σπασμών
- bitterstoff στα ελληνικά - είδος ερωδίου, Bittern, ήταυρος, τρανομουγκάνα, μικροτσικνιάς
- dorthin στα ελληνικά - εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει
Τυχαίες λέξεις
Verschlechtern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοργίζω, οξύνω, επιδεινώνω, χειροτερεύω, επιδεινώσει, επιδεινωθεί, επιδεινωθούν, επιδεινώσουν, να επιδεινώσει
Μεταφράσεις: εξοργίζω, οξύνω, επιδεινώνω, χειροτερεύω, επιδεινώσει, επιδεινωθεί, επιδεινωθούν, επιδεινώσουν, να επιδεινώσει