Wahrhaft στα ελληνικά
Μετάφραση: wahrhaft, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τίμιος, έντιμος, αληθινός, πραγματικός, αληθής, ομαλός, τακτικός, αληθώς, ειλικρινά, όντως, πραγματικά, αληθινά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abtippen στα ελληνικά - δακτυλογραφώ, γραφομηχανής, δακτυλογραφήσετε
- anreicherung στα ελληνικά - πλουτισμός, εμπλουτισμού, εμπλουτισμό, εμπλουτισμός, τον εμπλουτισμό
- aushub στα ελληνικά - κακομαθαίνω, χαλώ, παραχαϊδεύω, ανασκαφή, εκσκαφή, εκσκαφής, ανασκαφής, ...
- buchweizen στα ελληνικά - φαγόπυρο, το φαγόπυρο, φαγόπυρου, μαύρου σιταριού, του φαγόπυρου
Τυχαίες λέξεις
Wahrhaft στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τίμιος, έντιμος, αληθινός, πραγματικός, αληθής, ομαλός, τακτικός, αληθώς, ειλικρινά, όντως, πραγματικά, αληθινά
Μεταφράσεις: τίμιος, έντιμος, αληθινός, πραγματικός, αληθής, ομαλός, τακτικός, αληθώς, ειλικρινά, όντως, πραγματικά, αληθινά