Λέξη: πριόνι

Σχετικές λέξεις: πριόνι

πριόνι σιδήρου, πριόνι χειροτεχνίας, πριόνι στα αγγλικά, πριόνι ks880ec-qs, πριόνι κλαδέματος, πριόνι ξυλογλυπτικής, πριόνι ξυλοκοπτικής, πριόνι χειρός, πριόνι μπαταρίας, πριόνι ξύλου

Συνώνυμα: πριόνι

γνωμικό, παροιμία, ρητό, πριόνιο

Μεταφράσεις: πριόνι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
saw, sawing, a saw, chain saw, saw is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
serrucho, sierra, de sierra, la sierra, sierra de, vio
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sägen, gesehen, sah, säge, sprichwort, Säge, saw
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
couper, scier, vu, proverbe, scie, virent, la scie, de scie, tronçonneuse, scie à
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
segare, sega, motosega, saw, della sega, di sega
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
serrar, serrote, provérbio, viu, serra, de serra, saw, serra de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zaag, zag, zagen, spreekwoord, saw
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выпилить, пилить, напилить, подпиливать, выпиливать, пила, видел, пилы, увидел, пилой
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sag, saw, sagen, så
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
såg, såga, sågen, sågens
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
näki, koki, näkivät, saha, havaitsi, sahan, saw, sahaa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
save, sav, saven, saw, saaws, oplevede
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pila, řezat, rozřezat, pilka, pily, pilový, pilového
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
piłować, pilarka, piła, gestykulować, piłka, nadpiłować, rżnąć, piły, saw, tarczowa
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
példabeszéd, fűrész, Saw, Fűrészanyagok, fűrészt, fűrészlap
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
testere, atasözü, gördüm, saw, testeresi, testereler
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пила, пилка
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qep, sharrë, pa, dërguari i Allahut savs, e pa, i Allahut savs
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пила, трион, триони, видях, видя, триона
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пiла, піла
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nägi, saagima, ütlus, saag, sae, nägin, saw, saagi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pila, jugozapad, poslovica, ugledala, piliti, vidio, izreka, pile, pilu, testera, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sá, sáu, sást, sav
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patarlė, pjūklas, pjūklo, pamačiau, pjūklą, pjovimo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sakāmvārds, zāģis, paruna, saw, zāģa, redzēja, redzēju
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пилата, пили, пила, виде, видов, пили со
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
proverb, ferăstrău, ferăstrăului, de ferăstrău, fierăstrău, a văzut
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žaga, žage, saw, žago, videl
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pílka, píla, pilka

Στατιστικά δημοτικότητας: πριόνι

Τυχαίες λέξεις