Λέξη: θεατής

Σχετικές λέξεις: θεατής

θεατής στα αγγλικά, θεατής στα ιταλικά, θεατής συνώνυμα, θεατής κλέβει ποδήλατο αθλητή και... συνεχίζει τον αγώνα, η θεατήσ, θεατής στα ισπανικά, θεατής στα γαλλικά, ονειροκρίτης θεατής, θεατής δυσαρεστημένος

Συνώνυμα: θεατής

τηλεθεατής, παριστάμενος, παρατηρητής

Μεταφράσεις: θεατής

θεατής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
onlooker, viewer, spectator, bystander, a spectator

θεατής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espectador, visor, visor de, visualizador, observador

θεατής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zuschauer, schaulustiger, Zuschauer, Betrachter, Viewer, Betrachters

θεατής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
spectateur, assistant, téléspectateur, visionneuse, visualiseur, observateur

θεατής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spettatore, visualizzatore, visore, visualizzatore di, viewer

θεατής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espectador, visualizador, visor, visualizador de, telespectador

θεατής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kijker, viewer, toeschouwer, beschouwer

θεατής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наблюдатель, зритель, ротозей, просмотра, зрителя, просмотрщик, зрителю

θεατής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilskuer, viewer, seer, betrakteren, seeren

θεατής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tittaren, betraktaren, viewer, visare, betraktare

θεατής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sivustakatsoja, katsoja, katsojan, katseluohjelma, katsojalle

θεατής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
viewer, seeren, fremviser, seer, beskueren

θεατής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
divák, prohlížeč, prohlížeče, diváka, viewer

θεατής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
widz, obserwator, przeglądarka, widza, viewer, przeglądarkę

θεατής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
néző, Viewer, nézőt, megtekintő, szemlélő

θεατής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
izleyici, görüntüleyici, viewer, görüntüleyicisi

θεατής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
глядач

θεατής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shikues, shikuesit, viewer, shikuesi, shikues i

θεατής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зрител, Viewer, зрителя, преглед на, за преглед

θεατής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
глядач

θεατής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
televaataja, vaatleja, vaataja, vaatajale, vaatajat

θεατής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gledalac, svjedok, promatrač, gledatelj, gledatelja, Preglednik, viewer, razglednik

θεατής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhorfandi, áhorfandinn, notandinn, áhorfandann, Viewer

θεατής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žiūrovas, peržiūros, Viewer, peržiūros programa, žiūrovui

θεατής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skatītājs, Viewer, skatītāju, skatītājā, skatītājam

θεατής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гледачот, прегледувач, прегледувачот, прегледувач на, гледач

θεατής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spectator, telespectator, vizualizator, viewer, vizualizator de, de vizualizare

θεατής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pregledovalnik, gledalec, viewer, gledalca, gledalcu

θεατής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
divák, diváci
Τυχαίες λέξεις