Wandeln στα ελληνικά

Μετάφραση: wandeln, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τριγυρίζω, περιφέρομαι, αλλαγή, μεταβολή, αλλαγής, αλλαγή του, την αλλαγή
Wandeln στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abstand στα ελληνικά - χάσμα, κενό, χώρος, απόσταση, εκτόπισμα, μετατόπιση, διάστημα, ...
  • aussicht στα ελληνικά - ορίζοντας, τοπίο, θωριά, πανόραμα, άποψη, σκοπιά, τσιλιαδόρος, ...
  • benutzereigen στα ελληνικά - είναι, να είναι, να, ήταν
  • bewohnerin στα ελληνικά - κάτοικος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
Τυχαίες λέξεις
Wandeln στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τριγυρίζω, περιφέρομαι, αλλαγή, μεταβολή, αλλαγής, αλλαγή του, την αλλαγή