Wankelmütig στα ελληνικά
Μετάφραση: wankelmütig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευμετάβλητος, αλλοπρόσαλλος, ασταθής, άστατος, άστατη, ευμετάβολη, ευμετάβολοι, fickle
Μεταφράσεις
- ausstatten στα ελληνικά - προνοώ, παροχή, προμήθεια, προμηθεύω, επιπλώνω, χορήγηση, παρέχω, ...
- diebisch στα ελληνικά - κλεφτικός, κλεπτικός, λωποδυτικός
Τυχαίες λέξεις
Wankelmütig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευμετάβλητος, αλλοπρόσαλλος, ασταθής, άστατος, άστατη, ευμετάβολη, ευμετάβολοι, fickle
Μεταφράσεις: ευμετάβλητος, αλλοπρόσαλλος, ασταθής, άστατος, άστατη, ευμετάβολη, ευμετάβολοι, fickle