Λέξη: λύση
Σχετικές λέξεις: λύση
λύση εμπορικής μίσθωσης, λύση σωματείου, λύση ομόρρυθμης εταιρείας γεμη, λύση επαγγελματικής μίσθωσης υπόδειγμα, λύση επε, λύση επαγγελματικής μίσθωσης, λύση οε, λύση τριτοβάθμιας εξίσωσης, λύση αφανούς εταιρίας, λύση μίσθωσης
Συνώνυμα: λύση
κλειδί, πλήκτρο, κλείς, τόνος μουσική, μουσικό κλειδί, διάλυμα, επίλυση, διάλυση, ξέμπλεγμα
Μεταφράσεις: λύση
λύση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
solution, a solution, solution to, option
λύση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
solución, disociación, desenlace, disolución, solución de, la solución, una solución
λύση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auflösung, lösung, lösungskonzept, Lösung, Lösungs
λύση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
solution, dissolution, résolution, une solution, la solution, solution de, solutions
λύση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
soluzione, dissoluzione, soluzione di, soluzioni, la soluzione, una soluzione
λύση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
solução, solução de, solu�o, uma solução, soluções
λύση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oplossing, oplossing te, oplossing voor, oplossing van
λύση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
марганцовка, разгадка, раствор, объяснение, отгадка, разрешение, решение, растворение, исход, состав, распускание, решением, решения, раствора
λύση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
løsning, oppløsning, løsningen, oppløsningen
λύση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lösning, lösningen
λύση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastaus, ratkaisu, liuos, liuosta, ratkaisun, liuokseen
λύση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opløsning, løsning, opløsningen, løsningen
λύση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozpouštění, rozřešení, rozluštění, rozpuštění, roztok, řešení, řešením, roztoku
λύση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
usunięcie, rozwiązanie, rozpuszczenie, rozczyn, roztwór, rozwiązaniem, roztworu, rozwiązania
λύση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
oldás, feloldás, megfejtés, megoldás, oldatot, oldat, megoldást, oldattal
λύση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çözüm, eriyik, çözelti, çözümü, solüsyon, çözümdür
λύση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розв'язання, дозвіл, пояснення, розпускання, рішення, вирішення
λύση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zgjidhje, zgjidhja, zgjidhje e, zgjidhje të, zgjidhja e
λύση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разтвор, решение, разтвор на, разтвора
λύση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рашэнне, рашэньне, вырашэнне
λύση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahus, lahendus, lahust, lahuse, lahenduse
λύση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
solucija, rješavanje, otopina, rješenja, rješenje, otopinu, otopine
λύση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lausn, lausnin, lausnina, lausninni
λύση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
solutio
λύση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sprendimas, tirpalas, tirpalo, sprendimą, sprendimo
λύση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šķīdums, risinājums, risinājumu, šķīdumu
λύση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
решение, раствор, решението, решение за, решенија
λύση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
soluţie, soluție, soluție de, solutie, soluții, soluția
λύση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rešitev, raztopina, raztopino, raztopine, rešitve
λύση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
riešenie, roztok, riešenia, riešení, riešeniu, krízového
Στατιστικά δημοτικότητας: λύση
Τυχαίες λέξεις