Warenhaus στα ελληνικά
Μετάφραση: warenhaus, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποθηκεύω, μαγαζί, βάζω, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση
Μεταφράσεις
- beklagt στα ελληνικά - καταγγέλλει, παραπονιέται, προσάπτει, διαμαρτύρεται, παραπονείται
- demographisches στα ελληνικά - δημογραφικός, δημογραφικές, δημογραφική, δημογραφικών, τις δημογραφικές
- drehkreuz στα ελληνικά - περιστροφική πόρτα, σταυροειδούς στροφείου, τουρνικέ, τέμνεται με οριζόντια, που τέμνεται με οριζόντια
- dreijährig στα ελληνικά - των τριών ετών, τριών χρονών, από τριών ετών, τριών ετών έως, από τριών ετών έως
Τυχαίες λέξεις
Warenhaus στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποθηκεύω, μαγαζί, βάζω, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση
Μεταφράσεις: αποθηκεύω, μαγαζί, βάζω, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση