Willfährigen στα ελληνικά

Μετάφραση: willfährigen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδοτικός, συμβατό, συμβατό με, συμμορφούμενα, συμβατή, συμβατές
Willfährigen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amarant στα ελληνικά - αμάραντος, αμάραντο, αμάραντου, ο αμάραντος, αμάρανθος
  • automatikwahl στα ελληνικά - αυτόματη επιλογή, αυτόματης επιλογής, την αυτόματη επιλογή, ατη επιλογή, αυτό ατη επιλογή
  • befehlshaberisch στα ελληνικά - αυταρχικός, επιτακτικός, αλαζονικός, δεσποτικός
  • besitzanzeigend στα ελληνικά - κτητικός, Κτητικές, κτητική, κτητικό, κτητικοί
Τυχαίες λέξεις
Willfährigen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδοτικός, συμβατό, συμβατό με, συμμορφούμενα, συμβατή, συμβατές