Zusammensetzen στα ελληνικά
Μετάφραση: zusammensetzen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνέλευση, ομήγυρη, μαζί, βάλει μαζί, συγκεντρώσει, να συγκεντρώσει, τοποθετούνται μαζί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausrichten στα ελληνικά - δικαιολογώ, εκφωνώ, παραδίδω, δικαιώνω, παράταξη, line up, γραμμή μέχρι, ...
- ausruhend στα ελληνικά - ανάπαυσης, ανάπαυση, ηρεμίας, ηρεμία, που στηρίζεται
- chronologischen στα ελληνικά - χρονολογικός, χρονολογικές, χρονολογική
- dichterisch στα ελληνικά - ποιητικός, ποιητικά, ποιητικό, ποιητική, ποιητικό τρόπο, με ποιητικό
Τυχαίες λέξεις
Zusammensetzen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνέλευση, ομήγυρη, μαζί, βάλει μαζί, συγκεντρώσει, να συγκεντρώσει, τοποθετούνται μαζί
Μεταφράσεις: συνέλευση, ομήγυρη, μαζί, βάλει μαζί, συγκεντρώσει, να συγκεντρώσει, τοποθετούνται μαζί