Δύσχρηστος στα αγγλικά

Μετάφραση: δύσχρηστος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unmanageable, intractable, unwieldy, difficult to use, awkward, cumbersome
Δύσχρηστος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: δύσχρηστος

intractable
  • ανυπάκουος
  • δύσχρηστος
  • ατίθασος

Σχετικές λέξεις: δύσχρηστος

δύσχρηστος λεξικό γλώσσας αγγλικά, δύσχρηστος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • δύσπιστος στα αγγλικά - sceptic, incredulous, skeptical, unbelieving, suspicious, mistrustful
  • δύστροπος στα αγγλικά - fractious, shrewish, captious, wayward, peevish, waspish
  • δύτης στα αγγλικά - diver, plunger, a diver, diver is
  • δώδεκα στα αγγλικά - twelve, midnight, twelve o'clock, noon, twelve p.m.
Τυχαίες λέξεις
Δύσχρηστος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: unmanageable, intractable, unwieldy, difficult to use, awkward, cumbersome