Λέξη: υπεξαιρώ
Συνώνυμα: υπεξαιρώ
κλέπτω, καταχρώμαι
Μεταφράσεις: υπεξαιρώ
υπεξαιρώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
embezzle, purloin, defalcate
υπεξαιρώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
malversar, hurtar, purloin
υπεξαιρώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterschlagen, entwenden, zu entwenden, purloin
υπεξαιρώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
distraire, détournent, divertir, détourner, détournons, détournez, dérober, purloin, de dérober
υπεξαιρώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trafugare, rubare, sottrarre, purloin, rubare i
υπεξαιρώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
extraviar, abrilhantar, roubar, furtar, purloin, apropriarmos, apropriarmos de
υπεξαιρώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdonkeremanen, stelen, ontvreemden, te stelen, gappen
υπεξαιρώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
присваивать, расхищать, расхитить, растрачивать, похищать
υπεξαιρώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
purloin
υπεξαιρώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
snatta, stjäla
υπεξαιρώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varastaa, purloin
υπεξαιρώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stjæle, snuppe, tilvende, purloin
υπεξαιρώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
defraudovat, zpronevěřit, odcizit, ukrást
υπεξαιρώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprzeniewierzać, defraudować, sprzeniewierzyć, zdefraudować, przywłaszczać, ukraść, wykradać, porwać, wykraść
υπεξαιρώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elcsen, ellop
υπεξαιρώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aşırmak, çalıntı, yürütmek, çalıntı yapmak, eser hırsızlığı yapmak
υπεξαιρώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викрадати, грабувати, красти
υπεξαιρώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vjedh, përlaj
υπεξαιρώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
крада, открадвам, пооткрадвам
υπεξαιρώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выкрадаць
υπεξαιρώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omastama, varastama, näpata, Varastada
υπεξαιρώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utajiti, pronevjeriti, ukrasti, krasti, počiniti
υπεξαιρώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
purloin
υπεξαιρώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasisavinti, Porwać, vagiliauti, vogti, Ukraść
υπεξαιρώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
čiept, zagt, piesavināties
υπεξαιρώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крада
υπεξαιρώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fura, sustragere, de sustragere
υπεξαιρώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
purloin
υπεξαιρώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odcudziť, ukradnúť, odcizit
Τυχαίες λέξεις