Zusammenziehen στα ελληνικά

Μετάφραση: zusammenziehen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστέλλομαι, προσβάλλομαι, συμβόλαιο, σύμβαση, σύμβασης, συμβάσεως, συμβάσεων
Zusammenziehen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • angestellte στα ελληνικά - υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
  • barbarisch στα ελληνικά - κτηνώδης, απάνθρωπος, έπεσα, βάρβαρος, άγριος, σκληρός, φαύλος, ...
  • baskenmütze στα ελληνικά - μπερές, καπάκι, κάλυμμα, πώμα, ΚΓΠ, της ΚΓΠ
  • bestellung στα ελληνικά - εντολή, προσταγή, παραγγελία, παραγγέλλω, διαταγή, προκειμένου, ώστε, ...
Τυχαίες λέξεις
Zusammenziehen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστέλλομαι, προσβάλλομαι, συμβόλαιο, σύμβαση, σύμβασης, συμβάσεως, συμβάσεων