Προσβάλλομαι στα γερμανικά

Μετάφραση: προσβάλλομαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zuziehen, zusammenziehen, zusammenpressen, kontrakt, vertrag, Anstoß nehmen
Προσβάλλομαι στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσβάλλομαι

προσβάλλομαι κλίση, προσβάλλομαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, προσβάλλομαι στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • προσαρμόζω στα γερμανικά - angepasst, regulieren, schaltung, anpassen, klamotten, gang, getriebe, ...
  • προσαύξηση στα γερμανικά - anwachsung, Zuschlag, Aufschlag, gegen Gebühr, gegen Aufpreis, Aufpreis
  • προσβάλλω στα γερμανικά - insult, unbedeutend, beleidigung, geringfügig, schmächtig, dünn, schlank, ...
  • προσβλητικός στα γερμανικά - angreifend, beschimpfend, frech, offensive, angriff, anzüglich, Offensive, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσβάλλομαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: zuziehen, zusammenziehen, zusammenpressen, kontrakt, vertrag, Anstoß nehmen