Λέξη: ορθοδοξία

Σχετικές λέξεις: ορθοδοξία

ορθοδοξία και δύση στη νεώτερη ελλάδα pdf, ορθοδοξία ελληνισμός, ορθοδοξία και προγαμιαίες σχέσεις, ορθοδοξία και παράδοση 103, ορθοδοξία και παράδοση, ορθοδοξία και ελληνισμός, ορθοδοξία και νεωτερικότητα, ορθοδοξία παναγή, ορθοδοξία και δύση στη νεώτερη ελλάδα, ορθοδοξία ή θάνατος

Μεταφράσεις: ορθοδοξία

ορθοδοξία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
orthodoxy, Orthodox, Orthodox Christianity, orthodoxy of

ορθοδοξία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ortodoxia, la ortodoxia, ortodoxia de

ορθοδοξία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
orthodoxie, rechtgläubigkeit, Orthodoxie, Rechtgläubigkeit, Gläubigkeit, orthodoxe

ορθοδοξία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
orthodoxie, l'orthodoxie, orthodoxe

ορθοδοξία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ortodossia, dell'ortodossia, l'ortodossia, all'ortodossia, orthodoxy

ορθοδοξία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ortodoxia, a ortodoxia, orthodoxy, da ortodoxia

ορθοδοξία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
orthodoxie, orthodoxy, de orthodoxie, orthodoxe, rechtzinnigheid

ορθοδοξία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ортодоксальность, православие, ортодоксия, ортодоксии, ортодоксальности

ορθοδοξία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ortodoksi, ortodoksien, Orthodoxy, ortodokse kirke, rettroenhet

ορθοδοξία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ortodoxi, ortodoxin, orthodoxy, ortodoxa, renlärighet

ορθοδοξία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oikeaoppisuus, oikeaoppisuuden, oikeaoppisuutta, orthodoxy, puhdasoppisuuden

ορθοδοξία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ortodoksi, ortodokse, ortodoksien, rettroenhed

ορθοδοξία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ortodoxie, pravoslaví, pravověrnost, Pravoslaví ve, Orthodoxy

ορθοδοξία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
norma, prawowierność, ortodoksja, prawosławie, ortodoksji, orthodoxy, ortodoksją

ορθοδοξία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ortodoxia, ortodoxiát, ortodoxiával, ortodoxiáját, az ortodoxia

ορθοδοξία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Ortodoksluk, inanç sağlamlığı, ortodoks, ortodoksi, orthodoxy

ορθοδοξία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ортодоксальність, православ'я, Православіє, православие, православ`я

ορθοδοξία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ortodokësi, ortodoksia, ortodoksi, bindje, Orthodhoksia e

ορθοδοξία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
православие, ортодоксалност, правоверност, Православието, ортодоксия

ορθοδοξία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праваслаўе, праваслаўя

ορθοδοξία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õigeusklikkus, ortodoksia, õigeusk, ortodoksiast, ortodoksiaga

ορθοδοξία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pravoslavac, ortodoksija, pravoslavlje, pravovjernost, ortodoksnost, pravovjerje

ορθοδοξία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rétttrúnaði

ορθοδοξία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ortodoksija, Orthodoxy, stačiatikių, stačiatikybė, ortodoksiją

ορθοδοξία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pareizticība, ortodoksija, Pareizticība Jūsu

ορθοδοξία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
православие, ортодоксност, Православието, ортодоксија, ортодоксноста

ορθοδοξία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ortodoxie, Ortodoxia, ortodoxiei, ortodoxismul, ortodoxism

ορθοδοξία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pravovernost, Pravoslavje, ortodoksnost, ortodoksnosti, Pravoslavlje

ορθοδοξία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pravoslávia, pravoslávie, pravosláviu, pravoslávne, pravosláví

Στατιστικά δημοτικότητας: ορθοδοξία

Τυχαίες λέξεις