Λέξη: αναλλοίωτος

Σχετικές λέξεις: αναλλοίωτος

αναλλοίωτος συνώνυμα, αναλλοίωτος ετυμολογια, αναλλοίωτος λεξικο

Συνώνυμα: αναλλοίωτος

μονότονος

Μεταφράσεις: αναλλοίωτος

αναλλοίωτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unchanging, unalterable, inalterable, unvaried, unchanged, unaltered

αναλλοίωτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inmutable, inalterable, inalterables, invariable

αναλλοίωτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unveränderlich, unabänderlich, unveränderlichen, unveränderliche, unabänderlichen

αναλλοίωτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
invariable, immuable, indéclinable, inaltérable, inaltérables, immuables, inébranlable

αναλλοίωτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inalterabile, immutabile, inalterabili, immodificabile

αναλλοίωτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inalterável, inalteráveis, imutável, unalterable

αναλλοίωτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onveranderlijk, onveranderlijke, onveranderbaar, onwrikbare, onvervalsbaar

αναλλοίωτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неизменный, неизменным, неизменное, неизменны, неизменные

αναλλοίωτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ufravikelig, unalterable, uforanderlig, ukompromissløs, uforanderlige

αναλλοίωτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oföränderlig, oföränderliga, oföränder, oföränderligt, orubblig

αναλλοίωτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muuttumaton, vakaa, muuttumattoman, muuttumattomasta, unalterable, muuttumattomaan

αναλλοίωτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uforanderlige, uforanderlig, ufravigelige, uforanderligt, modificerbar

αναλλοίωτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neměnný, nezměnitelný, neměnné, neměnná, nezměnitelným

αναλλοίωτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niezmienny, niezmienne, niezmienna, niezmienną, niezmiennym

αναλλοίωτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megváltoztathatatlan, megmásíthatatlan, változtathatatlan, nem módosítható, változhatatlan

αναλλοίωτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
değiştirilemez, değişmez, değiştirilemez bir, unalterable

αναλλοίωτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незмінний, постійний, постійне

αναλλοίωτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pandryshueshëm, pandryshueshme, pandryshueshëm, pandryshuar, e pandryshueshme

αναλλοίωτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неизменим, несменяем, непроменяем, непроменима, неизменна

αναλλοίωτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нязменны, нязьменны, пастаянны, сталы, нязменную

αναλλοίωτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
muutumatu, muutmatu, mittemuudetava, ning mittemuudetava, muutmatut

αναλλοίωτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nepromjenljiv, nepromjenjiv, nepromjenjiva, neizmjenjiv, nepromjenjivu

αναλλοίωτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Ófrávíkjanlegt

αναλλοίωτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pastovus, nekintamas, nepakeičiama, pastovi, Nuolatos

αναλλοίωτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nemaināms, negrozāms, nemaināmu, pastāvīgs

αναλλοίωτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непроменлива, непроменливо, постојан, неизменим

αναλλοίωτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inalterabil, nealterabil, inalterabile, inalterabilă, de neschimbat

αναλλοίωτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nespremenljivo, nespremenjljivosti, nespremenljiv, nespremenljiva, o nespremenjljivosti

αναλλοίωτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nezmeniteľný, nemenné, nemeniteľný, nezmeniteľná
Τυχαίες λέξεις