Øm στα ελληνικά
Μετάφραση: øm, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρυφερός, μαλακός, ευαίσθητος, αλγεινός, πληγή, πόνο, επώδυνο, πόνο στο, ευαίσθητο
Μεταφράσεις
- økse στα ελληνικά - τσεκούρι, πέλεκας, πελέκι, ax, πέλεκυ, πέλεκυς, το τσεκούρι
- øl στα ελληνικά - μπύρα, μπίρα, μπύρας, μπίρας, ζύθου
- ønske στα ελληνικά - μακάρι, επιθυμία, καημός, ευχή, εύχομαι, την επιθυμία, επιθυμίας, ...
- øre στα ελληνικά - αυτί, αυτιού, αυτιών, ωτός, του αυτιού
Τυχαίες λέξεις
Øm στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρυφερός, μαλακός, ευαίσθητος, αλγεινός, πληγή, πόνο, επώδυνο, πόνο στο, ευαίσθητο
Μεταφράσεις: τρυφερός, μαλακός, ευαίσθητος, αλγεινός, πληγή, πόνο, επώδυνο, πόνο στο, ευαίσθητο