Aksel στα ελληνικά

Μετάφραση: aksel, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άξονας, στέλεχος, άξονα, ατράκτου, άτρακτο
Aksel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akrobat στα ελληνικά - ακροβάτης, Acrobat, ακροβάτη, το Acrobat, ακροβατών
  • akse στα ελληνικά - άξονας, άξονα, τον άξονα, άξονος, άξονά
  • aksiom στα ελληνικά - αξίωμα, το αξίωμα, αξιώματος, αξίωμα του, αξιωμάτων
  • aktion στα ελληνικά - διάβημα, δράση, επενέργεια, αγωγή, δράσης, δράσης για, ενέργεια, ...
Τυχαίες λέξεις
Aksel στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άξονας, στέλεχος, άξονα, ατράκτου, άτρακτο