Λέξη: πόρος

Σχετικές λέξεις: πόρος

πόρος καιρός, πόρος παραλίες, πόρος ξενοδοχεία, πόρος δρομολόγια, πόρος διαμονή, πόρος πειραιάς, πόρος αξιοθέατα, πόρος κυλλήνη, πόρος χάρτης, πόρος τροιζηνία

Συνώνυμα: πόρος

μέσο, προσόν, εφευρετικότητα

Μεταφράσεις: πόρος

πόρος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pore, resource, resources, a resource, resource is

πόρος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
poro, recurso, recursos, de recursos, los recursos, de los recursos

πόρος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pore, Ressource, Ressourcen

πόρος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pore, ressource, ressources, des ressources, la ressource, de ressources

πόρος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
poro, risorsa, risorse, delle risorse, di risorse, risorsa di

πόρος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recurso, recursos, de recursos, dos recursos, de recurso

πόρος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hulpbron, bron, resource, middelen, hulpbronnen

πόρος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скважина, разглядывать, пора, обдумывать, отверстие, рассматривать, ресурс, ресурсов, ресурсом, ресурса, ресурсами

πόρος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ressurs, ressursen, kilde, ressurser

πόρος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
por, resurs, resurser, resursen, bildbyrå

πόρος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huokonen, resurssi, resurssien, luonnonvarojen, voimavara, resurssin

πόρος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ressource, ressourcer, ressourceforbrug, ressourcen

πόρος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pór, prostředky, zdroj, zdrojů, zdrojem, zdroje

πόρος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zagłębić, pora, ślęczeć, zagłębiać, por, zasób, zasobów, zasobem, źródło, zasobu

πόρος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
forrás, erőforrás, erőforrások, az erőforrás

πόρος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gözenek, kaynak, kaynakları, kaynağı, bir kaynak, kaynaktır

πόρος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дикобрази, ресурс

πόρος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
burime, pasuri, burim, burim i, të burimeve

πόρος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отверстие, средство, ресурс, ресурси, ресурсите, на ресурсите

πόρος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэсурс

πόρος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
poor, ressurss, ressursside, ressursi, loodusvarade, ressurssi

πόρος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rupica, pora, razmišljati, resurs, izvor, resursa, resursima, resource

πόρος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
úrræði, auðlind, vefsíðuna, um vefsíðuna, auðlindastjórnun

πόρος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pora, išteklių, išteklius, ištekliai, šaltinis

πόρος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pora, resursi, resursu, resurss, resursus

πόρος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ресурси, ресурс, на ресурси, ресурсите, извор

πόρος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
por, resursă, resurselor, resurse, de resurse, a resurselor

πόρος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pór, vir, viri, virov, sredstev

πόρος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pór, prostriedky, prostriedkami, prostriedkov, rozpočtové prostriedky, zdroje

Στατιστικά δημοτικότητας: πόρος

Τυχαίες λέξεις