Λέξη: άξονας

Σχετικές λέξεις: άξονας

άξονας χ, άξονας προτεραιότητας 7, άξονας προτεραιότητας 9, άξονας συνώνυμο, άξονας συμμετρίας, άξονας μεταφορική, άξονας προτεραιότητας 8, άξονας 4 εφαρμογή της προσέγγισης leader, άξονας 3

Συνώνυμα: άξονας

άξων, άξων τροχού, άξων τροχαλίας, θεμέλιο, κεντρικός λίθος αψίδας, μοχλός

Μεταφράσεις: άξονας

άξονας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shaft, axle, axis, axis of

άξονας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
eje, árbol, lanza, rayo, eje de, ejes, del eje, el eje

άξονας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
achse, strahl, schacht, schummeln, radachse, welle, stiel, penis, speer, Achse, Sachse, Achsen

άξονας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
timon, javelot, lance, rayon, manche, barre, hampe, tige, pivot, essieu, fût, rai, axe, l'axe, axes, axe de

άξονας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
raggio, asse, razza, all'asse, dell'asse, assi, asse di

άξονας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
veio, sombra, eixo, raio, eixos, eixo de, do eixo, eixo do

άξονας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mijnschacht, straal, spil, spaak, schacht, as, hartlijn, assen, zwaartepunt

άξονας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шпиль, оглобля, стержень, колонна, древко, обелиск, ось, ручка, прилаживать, ствол, столб, валик, сноп, вал, шпиндель, стрела, оси, осью, осей, по оси

άξονας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
akse, aksel, stråle, aksen

άξονας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stråle, axel, axeln

άξονας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
akselivallat, akseli, säde, keihäs, kuilu-uuni, varsi, pyöränakseli, kuilu, runko, kara, kiertoakseli, akselin, akselilla, akselia

άξονας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aksel, akse, aksen

άξονας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
držadlo, paprsek, oj, topůrko, žerď, dřík, osa, osy, ose, osu, osou

άξονας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szyb, drążek, ośka, wałek, trzon, dyszel, drzewce, oświadczenie, snop, trzonek, oś, łodyga, twierdzenie, promień, szybowanie, wał, osi, osią

άξονας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szekérrúd, tárna, tengely, hajítódárda, liftakna, fénynyaláb, tengelyen, tengelye, tengelyre, tengelyt

άξονας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ışın, kargı, dingil, eksen, mızrak, ekseni, eksenli, aks, ekseninin

άξονας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ручка, промін, стовбур, вісь, проміння, корба, ствол, ось

άξονας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bllok, bosht, aks, boshti, aksi, boshti i

άξονας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хуй, вал, кур, копие, ос, оста, оси, ос на

άξονας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вось, ось

άξονας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ais, rattatelg, telg, ass, telje, suuna, teljel, teljega

άξονας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osovina, osovinski, sijevanje, držak, osima, okno, os, osi, osovine, osa

άξονας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ás, ásinn, ása, ásnum, kvarði

άξονας στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
axis

άξονας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ašis, spindulys, žeberklas, ietis, ašies, ašį, ašyje, ašių

άξονας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
žebērklis, stars, ass, pīķis, šķēps, starojums, virziens, asi, asij

άξονας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оската, оска, оски, осовина, скала

άξονας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lance, rază, osie, axă, axa, axe, axei, ax

άξονας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
osa, jašek, náprava, os, osi, osjo, osni

άξονας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
drievko, šachta, náprava, os, osa, osi

Στατιστικά δημοτικότητας: άξονας

Τυχαίες λέξεις