Bøjet στα ελληνικά

Μετάφραση: bøjet, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυρτός, κλίση, λυγισμένο, λυγισμένα, κάμπτεται, καμφθεί
Bøjet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bøg στα ελληνικά - οξιά, οξιάς, οξυάς, οξιές, οξυά
  • bøje στα ελληνικά - κάμπτω, στροφή, σημαδούρα, σκύβω, καμπυλώνεται, λυγίζω, γέρνω, ...
  • bølge στα ελληνικά - κύμα, κύματος, κυμάτων, κύματα, το κύμα
  • bøn στα ελληνικά - ζητώ, παρακαλώ, παράκληση, προσευχή, ικεσία, προσευχής, την προσευχή, ...
Τυχαίες λέξεις
Bøjet στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυρτός, κλίση, λυγισμένο, λυγισμένα, κάμπτεται, καμφθεί