Κυρτός στα δανικά

Μετάφραση: κυρτός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bøjet, konveks, konvekse, konvekst
Κυρτός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυρτός

κυρτός συνδυασμός, κυρτός φακός, κυρτός γραμμικός συνδυασμός, κυρτός καθρέφτης, κυρτός κοίλος, κυρτός λεξικό γλώσσας δανικά, κυρτός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κυριολεκτικός στα δανικά - bogstavelig, bogstavelige, ordret, bogstaveligt, ordlyden
  • κυριότερος στα δανικά - principal, hovedstol, vigtigste, primære, hovedforpligtede
  • κυρτώνω στα δανικά - bue, krumning, sving, kurve, camber, pilhøjde, af Camber, ...
  • κυρώνω στα δανικά - ratificerer
Τυχαίες λέξεις
Κυρτός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bøjet, konveks, konvekse, konvekst